Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τό μνημείο τού

  • 1 αφανής

    ης, ες
    1) невидимый; незримый;

    εκ τού αφανούς — скрытно, тайно;

    2) неизвестный, безвестный; незаметный, неприметный;

    τό μνημείο τού αφανούς ναύτη — памятник неизвестному матросу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφανής

  • 2 памятник

    α.
    1. μνημείο• ανδριάντας• άγαλμα•

    памятник Колокотронису в Афинах ο ανδριάντας του Κολοκοτρώνη στην Αθήνα•

    памятник павшим μνημείο των πεσόντων.

    2. τύμβος• επιτύμβιος λίθος, επιτάφια πλάκα ταφόπετρα το επιτύμβιο (επίγραμμα).
    3. έργο παρελθόντος•

    археологический памятник αρχαιολογικό μνημείο•

    литературный памятник λογοτεχνικό μνημείο•

    памятник народного творчества μνημειώδες έργο λαϊκής δημιουργίας.

    Большой русско-греческий словарь > памятник

  • 3 памятник

    памятник
    м τό μνημεῖο[ν] / ὁ ἀνδριάς, τό ἀγαλμα (статуя):
    \памятник Пушкину ὁ ἀνδριάς τοῦ Ποῦσκιν· надгробный \памятник τό μνημεῖον, ὁ τύμβος· \памятникн письменности μνημεία ἀρχαίας γραφής· воздвигнуть \памятник ἐγείρω μνημείον.

    Русско-новогреческий словарь > памятник

  • 4 ανεγείρω

    (αόρ. ανήγειρα) μετ.
    1) поднимать; подбирать; 2) возводить; воздвигать, сооружать, строить;

    ανεγείρω μνημείο — ставить памятник;

    3) снова строить, восстанавливать разрушенное;

    § ανεγείρω εκ τού ύπνου — разбудить, поднимать с постели

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανεγείρω

См. также в других словарях:

  • Λυσικράτη, μνημείο του- — Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο… …   Dictionary of Greek

  • μνημείο — Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα στήλη, τύμβος κλπ. που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του… …   Dictionary of Greek

  • μνημείο — το 1. κτίσμα προς τιμή του νεκρού. 2. αρχιτεκτονικό ή γλυπτικό έργο που κατασκευάστηκε προς τιμή ενός προσώπου ή γεγονότος: Το μνημείο των πεσόντων. 3. έργο τέχνης ή λόγου που χαρακτηρίζει μια εποχή: Το Κολοσσαίο είναι ρωμαϊκό μνημείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιωάννης του Σόλσμπερι — (John of Salisbury,Σόλσμπερι 1110; – Σαρτρ 1180). Άγγλος συγγραφέας, θεολόγος και φιλόσοφος. Σπούδασε στο Παρίσι και στη Σαρτρ (1136 48), κοντά στους διασημότερους δασκάλους της εποχής του: Αβελάρδο, Αλβέριχο της Ρενς, Γκιγιόμ ντε Κονς, Ζιλμπέρ… …   Dictionary of Greek

  • Αγκυρανό μνημείο — Δίγλωσση επιγραφή του 15 π.Χ. στα ελληνικά και στα λατινικά πάνω σε μάρμαρο, που βρέθηκε στην Άγκυρα σε καλή κατάσταση. Αποτελούσε μέρος του Αυγουσταίου, ναού του αυτοκράτορα Αυγούστου στην Άγκυρα, και αποτελεί αντίγραφο και μετάφραση ενός… …   Dictionary of Greek

  • Θανάτου, Κοιλάδα του- — (Death Valley). Βαθύ τεκτονικό ρήγμα στη νοτιοανατολική Καλιφόρνια των ΗΠΑ, κοντά στα σύνορα Καλιφόρνια και Νεβάδα. Εκτείνεται από τα Β προς τα Ν σε μήκος περίπου 225 χλμ., ενώ το πλάτος της κυμαίνεται από 6 έως 26 χλμ. Πλαισιώνεται από τις… …   Dictionary of Greek

  • Χρονικόν του Μορέως — Έμμετρη αφήγηση της κατάκτησης και κατοχής του Μοριά από τους Φράγκους. Το X. καλύπτει κυρίως την περίοδο 1204 92 και παρουσιάζει τα γεγονότα από τη σκοπιά των Φράγκων κατακτητών. Για τον λόγο αυτό διατυπώθηκε η βάσιμη υπόθεση ότι ο ανώνυμος… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»